- ἐμπείραμος
- ἐμπείραμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπείραμον — ἐμπείραμος masc/fem acc sg ἐμπείραμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπείραμε — ἐμπείραμος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπείραμοι — ἐμπείραμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπέραμος — ἐμπέραμος και ἐμπείραμος, ον (Α) έμπειρος … Dictionary of Greek